-
1 κολαστης
- οῦ ὅ каратель(τῶν ὑπερκόμπων - v. l. ὑπερκόπων - φρονημάτων Aesch.; τῶν ἁμαρτανόντων Plat.; τῶν ἀδικούντων Lys.)
-
2 διωξις
- εως ἥ1) преследование, погоня(δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἕκτορος Arst.)
πεμφθέντες ἐπὴ τέν δίωξιν Plut. — посланные в погоню2) тяготение, влечение, стремление(ἐπιθυμία καὴ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὴ φυγή Arst.; τῶν καλῶν καὴ ἀγαθῶν Plut.)
3) судебное преследование, обвинение(τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.)
См. также в других словарях:
διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι … Dictionary of Greek
κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα … Dictionary of Greek
BACCHI Theatrum — cuius mentio in L. memorata Demostheni in Midiana, Ο῞τμν ἡ πομπἡ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ ὁι Κωμῳδοὶ καὶ ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ ὁι Τραγῳδὸι καὶ ὁι Κωμῳδοι καὶ τοῖς ἐν ἄςτει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ ὁι παῖδες καὶ ὁ Κῶμος καὶ ὁι Κωμῳδὸι καὶ ὁι… … Hofmann J. Lexicon universale